- τεφροειδής
- -ές, ΝΑαυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτήςνεοελλ.αυτός που μοιάζει με την τέφρα ως προς τη σύσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεφροειδῆ — τεφροειδής like ashes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τεφροειδής like ashes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τεφροειδής like ashes masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφροειδέα — τεφροειδής like ashes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τεφροειδής like ashes masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφροειδές — τεφροειδής like ashes masc/fem voc sg τεφροειδής like ashes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφροειδοῦς — τεφροειδής like ashes masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφροειδῶν — τεφροειδής like ashes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek